Η ετήσια κανονική άδεια (ανάπαυσης – αναψυχής) που καθιερώθηκε με τον ΑΝ 539/1945 (τροποποιήσεις: Β.Δ. 1/1948 – Ν.2855/1954 – Ν.Δ. 3755/1957 – Ν.Δ.4020/1959 – Ν.Δ. 4547/1966 – Ν.4504/1966 – Β.Δ. 376/1971 – Ν.1082/1980 – Ν.1346/1983 – Ν.1892/1990 – Ν.2639/1998 – Ν.3144/2003 – Ν.3227/2004 – και τελευταία, με τον Ν 3302/2004), χορηγείται με αποδοχές, σε όλους τους μισθωτούς, που συνδέονται με τον εργοδότη τους με σύμβαση ή σχέση εργασίας αορίστου ή ορισμένου χρόνου. Κάθε μισθωτός (έμμισθος ή ημερομίσθιος), δικαιούται να λάβει ολόκληρη ή μέρος (ποσοστό) της ετήσιας κανονικής του άδειας, με αποδοχές, αναλόγως του χρόνου εργασίας του, από την ημερομηνία πρόσληψης, μέχρι την 31/3 του επόμενου έτους.
1ο ημερολογιακό έτος: Σύνολο 20 ημέρες όταν πρόκειται για πενθήμερη απασχόληση και 24 ημέρες με εξαήμερη απασχόληση ή 2 ημέρες για κάθε μήνα απασχόλησης.
2ο ημερολογιακό έτος: Μετά την συμπλήρωση 12 μηνών εργασίας, συνολικά για όλο το έτος 21 ημέρες για πενθήμερη απασχόληση και 25 ημέρες για εξαήμερη απασχόληση.
3ο ημερολογιακό έτος: Μετά την συμπλήρωση 2 ετών εργασία, 22 ημέρες για πενθήμερη απασχόληση και 26 για εξαήμερη απασχόληση.
Επίσης: Για τους μισθωτούς που έχουν συμπληρώσει 10 έτη υπηρεσίας στον ίδιο εργοδότη ή 12 έτη σε οποιονδήποτε εργοδότη η άδεια διαφοροποιείται σε 25 ημέρες για πενθήμερη απασχόληση και 30 ημέρες για εξαήμερη. Από 1.1.2008 μετά τη συμπλήρωση 25ετούς υπηρεσίας ή προϋπηρεσίας οι μισθωτοί δικαιούνται 1 επιπλέον ημέρα.
Ο χρόνος της ασθένειας, της στρατεύσεως και της απεργίας, θεωρείται ως χρόνος πραγματικής υπηρεσίας και δεν αφαιρείται, κατά τον υπολογισμό των ημερών άδειας που δικαιούται ο εργαζόμενος. Στην άδεια υπολογίζονται μόνο οι εργάσιμες ημέρες. Στους εργαζόμενους που απασχολούνται με πενθήμερο, το Σάββατο ή άλλη ημέρα της εβδομάδας που δεν παρέχεται εργασία δεν υπολογίζεται η ημέρα αυτή στον αριθμό ημερών αδείας. Στον υπολογισμό των ημερών άδειας δεν μπορούν να συμψηφιστούν ημέρες αποχής του μισθωτού από την εργασία του λόγω βραχείας διάρκειας ασθένειας, στρατεύσεως, απεργίας, ανταπεργίας, ανωτέρας βίας. Επίσης στις ημέρες κανονικής άδειας δεν μπορούν να συμψηφιστούν και οι ημέρες ειδικών αδειών που προβλέπονται για τους μισθωτούς, όπως η άδεια γάμου ή κυήσεως κλπ.
Επίσης σύμφωνα με απόφαση Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου, εργαζόμενοι που αρρωσταίνουν ενώ κάνουν χρήση της κανονικής τους άδειας μετ’ αποδοχών, μπορούν να διεκδικήσουν το διάστημα της ασθένειας ως κανονική άδεια αργότερα.
Κατά τη διάρκεια της αδείας απαγορεύεται η απόλυση του μισθωτού από τον εργοδότη (άρθρο 5 παρ. 6 ΑΝ 539/45). Εν τούτοις, δεν απαγορεύεται η κατά τη διάρκεια της αδείας προειδοποίηση περί της προσεχούς απολύσεώς τους, αρκεί η ημέρα της απολύσεως να εμπίπτει σε χρόνο μετά τη λήξη της αδείας. (Εφ. Λαρίσης 667/96).
Σύμφωνα με το άρθρο 3 του Ν.Δ.3755/57 (ΑΠ 1568/99) “ο εργοδότης αρνούμενος τη χορήγηση στο μισθωτό της νομίμου αδείας του, υποχρεούται να καταβάλλει σ΄ αυτόν, τις αντίστοιχες αποδοχές των ημερών αδείας επαυξημένες κατά 100%. Έξαλλου, η διάταξη της παραγράφου 1 του άρθρου 5 του Α.Ν.539/45 θεωρεί ανύπαρκτη κάθε συμφωνία μεταξύ εργοδότη και μισθωτού, από παραίτηση του δικαιώματος χορηγήσεως της άδειας. Δημιουργεί δε, η μη χορήγηση της άδειας, εκτός της καταβολής σε διπλάσιο χρήμα και ποινικές κυρώσεις για τον εργοδότη (Α.Ν.539/45 άρθρο 5 παρ. 5).
Επιπλέον, αν δεν τηρούνται οι όροι των ΣΣΕ ή ΔΑ που έχουν σχέση με τη χορήγηση αδειών, οι υπεύθυνοι τιμωρούνται σύμφωνα με το άρθρο 21 του Ν.1876/90 . Η πληρωμή της άδειας μπορεί να ζητηθεί από το μισθωτό και μετά την απομάκρυνσή του από την εργασία και εντός μιας πενταετίας, μετά την παρέλευση της οποίας παραγράφεται η αξίωση αυτή. Ο μισθωτός κατά το χρόνο της αδείας του, υποχρεούται να αναπαυθεί και δεν επιτρέπεται να εργασθεί σε οποιαδήποτε άλλη εργασία κατά τη διάρκεια αυτής.
*Είναι δυνατή η μη χορήγηση άδειας στα παρακάτω πρόσωπα:
- Εργαζόμενοι σε επιχειρήσεις ή εργασίες στις οποίες απασχολούνται μόνο μέλη της οικογένειας του εργοδότη.
- Εργαζόμενοι σε γεωργικές, κτηνοτροφικές, δασικές και ναυτιλιακές εργασίες.
- Διευθύνοντες υπάλληλοι (πρόσωπα διεύθυνσης, εποπτείας & εμπιστοσύνης).
Μειωμένη – Μερική απασχόληση και άδεια
Η καθημερινή απασχόληση με μειωμένο ωράριο καλύπτει τη βασική προϋπόθεση της συνεχούς απασχολήσεως που ορίζει ο Ν. 1346/83 (άρθρο 1) και θεμελιώνει δικαίωμα χορηγήσεως κανονικής άδειας και επιδόματος αδείας (Ν. 4504/66 άρθρο 3 παρ. 16) στους εργαζόμενους της περίπτωσης αυτής (ΑΠ 413/80). Οι αποδοχές και το επίδομα αδείας των εργαζομένων καθορίζονται με βάση τις μειωμένες αποδοχές που λαμβάνουν. Σε περίπτωση απασχολήσεως σε περισσότερους εργοδότες με μειωμένη απασχόληση, οι εργαζόμενοι δικαιούνται να λάβουν άδεια από κάθε ένα από τους εργοδότες. Η άδεια αυτή εάν βέβαια το ζητήσει ο εργαζόμενος πρέπει να χορηγηθεί το ίδιο χρονικό διάστημα για να μπορέσει ο εργαζόμενος να αναπαυθεί. Σχετικά με τη μειωμένη μερική απασχόληση βλέπετε και το Ν. 1892/90 και το Ν. 2639/98. Ο εργαζόμενος που απασχολείται δύο ώρες την ημέρα και δεν εργάζεται τους μήνες Ιούλιο και Αύγουστο δεν δικαιούται άδειας (Α.Π. 950/81). Αναφορικά με την άδεια των εργαζομένων με μερική απασχόληση, η παρ. 8 του άρθρου 2 του Ν. 2639/98 ορίζει τα εξής:
Οι μερικώς απασχολούμενοι μισθωτοί έχουν δικαίωμα ετήσιας άδειας με αποδοχές και επίδομα αδείας, με βάση τις αποδοχές που θα λάμβαναν, εάν εργάζονταν κατά το χρόνο της αδείας τους, για τη διάρκεια της οποίας εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις του Α.Ν. 539/45 και του Ν. 3302/04 όπως αυτές ισχύουν.
Χρόνος χορήγησης ετήσιας κανονικής άδειας
Ο χρόνος χορήγησης των αδειών σύμφωνα μα το άρθρο 4 του Α.Ν. 539/45 καθορίζεται κατόπιν συμφωνίας μεταξύ μισθωτών και εργοδότη με την έναρξη κάθε νέου ημερολογιακού έτους (2η Ιανουαρίου) και μπορεί να την λάβει μέχρι και την 31η Μαρτίου του επόμενου έτους. Ο εργοδότης υποχρεούται:
- Να χορηγήσει σε όλους τους μισθωτούς της επιχείρησής του την άδεια που δικαιούνται, μέχρι την 31η Μαρτίου του επόμενου έτους, έστω και αν αυτοί δεν την ζήτησαν (άρθρο 4 παρ. 1 εδ. 2 όπως ισχύει με την παρ. 15 του άρθρου 3 του Ν. 4504/66).
- Να χορηγήσει στο μισό τουλάχιστον προσωπικό του τις άδειες στο χρονικό διάστημα από 1η Μαΐου μέχρι 30η Σεπτεμβρίου κάθε έτους
- Να χορηγήσει άδεια σε μισθωτό μέσα σε δύο μήνες από το χρονικό διάστημα κατά το οποίο αυτός υπέβαλε έγγραφη αίτηση άδειας.
Η χορήγηση ολόκληρης της άδειας, εντός του ημερολογιακού έτους κατά το οποίο την δικαιούται ο μισθωτός, είναι υποχρεωτική με ευθύνη του εργοδότη. Σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στο άρ. 3 του Ν.Δ. 3755/1957, καθώς και τη σχετική νομολογία, σε περίπτωση μη χορήγησης από τον εργοδότη λόγω υπαιτιότητάς του (άρνηση, πταίσμα, αμέλεια) της άδειας που δικαιούται ο εργαζόμενος εντός του ημερολογιακού έτους, υποχρεούται να καταβάλλει σ’ αυτόν τις αντίστοιχες αποδοχές αδείας με προσαύξηση 100%.
Τμηματική χορήγηση της ετήσιας κανονικής άδειας
Η άδεια χορηγείται ολόκληρη. Επιτρέπεται όμως η χορήγησή της σε δύο περιόδους στις εξής περιπτώσεις:
- Όταν υπάρχει σοβαρή ή επείγουσα ανάγκη της επιχείρησης.
- Όταν υπάρχει αίτηση του μισθωτού για δικαιολογημένη αιτία.
Στις περιπτώσεις αυτές θα πρέπει να υπάρχει έγκριση της αρμόδιας υπηρεσίας του Υπουργείου Εργασίας και δεν επιτρέπετε το πρώτο μέρος της άδειας να είναι κάτω από 6 εργάσιμες ημέρες. Σε περίπτωση διαφωνίας μεταξύ εργοδότη και εργαζόμενου για την διάρκεια της άδειας και το χρόνο χορήγησή της, αποφασίζει τριμελής Επιτροπή της αρμόδιας Επιθεώρησης Εργασίας (ΣΕΠΕ), ύστερα από αίτηση των ενδιαφερομένων.
Με τον Ν. 3846/2010 επιτρέπεται η κατάτμηση του χρόνου αδείας και σε περισσότερες των δύο περιόδων, από τις οποίες η μια πρέπει να περιλαμβάνει τουλάχιστον δώδεκα (12) εργάσιμες ημέρες επί εξαημέρου εβδομαδιαίας εργασίας και δέκα (10) εργάσιμες ημέρες, επί πενθημέρου, ή προκειμένου περί ανηλίκων δώδεκα (12) εργάσιμες ημέρες, μετά από έγγραφη αίτηση του μισθωτού προς τον εργοδότη. Η αίτηση αυτή για την οποία δεν απαιτείται έγκριση από την αρμόδια υπηρεσία του ΣΕΠΕ, διατηρείται στην επιχείρηση επί πέντε (5) έτη και πρέπει να είναι στη διάθεση των Επιθεωρητών Εργασίας.
Αποδοχές αδείας εργαζομένου
Κατά την διάρκεια της άδειας ο μισθωτός δικαιούται να λάβει από τον εργοδότη τις “συνήθεις αποδοχές” που θα λάμβανε αν πραγματικά απασχολούνταν στην επιχείρηση κατά τον αντίστοιχο χρόνο τις άδειάς του. Στην έννοια των συνήθων αποδοχών περιλαμβάνεται, ότι καταβάλλεται στο μισθωτό τακτικά και μόνιμα ως αντάλλαγμα της εργασίας του, τόσο ο πάγιος μισθός ή το ημερομίσθιο, όσο και κάθε είδος πρόσθετες συμπληρωματικές παροχές είτε σε χρήμα είτε σε είδος (όπως λ.χ. τροφή, κατοικία, ποσοστά, επιδόματα, κλπ.).
Επίδομα αδείας εργαζομένου
Κάθε εργαζόμενος μαζί με την άδεια δικαιούται αποδοχές αδείας καθώς και επίδομα αδείας (άρ. 3, παρ. 16 Ν. 4504/1966). Το δικαίωμα λήψης επιδόματος αδείας, αποτελεί επακόλουθο του δικαιώματος λήψης κανονικής αδείας και υπολογίζεται όπως και οι αποδοχές αδείας. Είναι δηλαδή ίσες προς το σύνολο των αποδοχών αδείας με τον περιορισμό ότι δεν δύναται να υπερβεί για όσους μεν αμείβονται με μισθό, το μισό μισθό, για όσους δε αμείβονται με ημερομίσθιο τα 13 ημερομίσθια.
Το επίδομα άδειας υπολογίζεται βάσει των καταβαλλομένων αποδοχών ανάλογα όπως και οι αποδοχές άδειας, θεωρείται δε μέρος των τακτικών αποδοχών του μισθωτού και συμπεριλαμβάνεται στον υπολογισμό των επιδομάτων εορτών καθώς και της αποζημίωσης καταγγελίας της σύμβασης εργασίας. Οι αποδοχές και το επίδομα άδειας προκαταβάλλονται στον δικαιούχο μισθωτό κατά την ημέρα λήψης της άδειας.
Λύση της εργασιακής σχέσης
Σε περίπτωση λύσης της σχέσης εργασίας μισθωτού με οποιονδήποτε τρόπο πριν λάβει την κανονική άδεια που του οφείλεται, ο μισθωτός δικαιούται τις αποδοχές τις οποίες θα έπαιρνε αν του είχε χορηγηθεί άδεια (άρ. 1, παρ. 3 του Ν. 1346/1983. Εφ’ όσον λοιπόν κατά το χρονικό σημείο της λύσεως της σχέσης εργασίας δεν έχει εξαντληθεί το δικαίωμα της άδειας, προκύπτουν οι εξής περιπτώσεις:
- Κατά το πρώτο ημερολογιακό έτος (εντός του οποίου προσελήφθη) ο μισθωτός δικαιούται να λάβει αποδοχές αδείας ίσες με 2 ημερομίσθια ανά μήνα απασχόλησης. Επίσης, δικαιούται 2 ημερομίσθια ανά μήνα, ως επίδομα αδείας, με τον περιορισμό του μισού μισθού ή των 13 ημερομισθίων, ανάλογα εάν αμείβονται με μισθό ή ημερομίσθιο.
- Κατά το δεύτερο ημερολογιακό έτος, ο μισθωτός δικαιούται επίσης 2 ημερομίσθια ανά μήνα απασχόλησης και άλλα 2 ημερομίσθια ανά μήνα ως επίδομα αδείας με τον περιορισμό του μισού μισθού ή των 13 ημερομισθίων.
- Κατά το τρίτο ημερολογιακό έτος και για τα επόμενα οφείλονται αποδοχές πλήρους άδειας και επιδόματος αδείας.
Συνέπειες μη χορήγησης κανονικής άδειας
Ο εργαζόμενος υποχρεούται να λάβει την άδειά του έως την 31η Μαρτίου του επόμενου ημερολογιακού έτους. Στην περίπτωση που ο εργαζόμενος δεν έλαβε την κανονική του άδεια μέσα στις προβλεπόμενες προθεσμίες, τότε:
- αν ο εργοδότης δεν ευθύνεται για την μη χορήγηση της άδειας, ο εργαζόμενος λαμβάνει κανονικά τις αποδοχές αδείας χωρίς καμία προσαύξηση.
- αν ο εργοδότης ευθύνεται για την μη χορήγηση της άδειας, τότε ο εργαζόμενος λαμβάνει τις αποδοχές αδείας εις διπλούν, δηλαδή συν 100% προσαύξηση.